ὀπηδέω
English (LSJ)
Dor. ὀπαδέω (v. ὀπηδός), used by Hom. only in 3sg. pres. ὀπηδεῖ, and impf. ὀπήδει (without augm.): inf.
A ὀπηδεῖν h.Ap.530:—follow, accompany, attend, τινι Il. 2.184, 24.368, Pi.P.4.287; also ἅμα τινί Od.7.165, Hes.Th.80, h.Ap. l. c.; μετά τινι, v. infr. ΙΙ.
II of things (cf. ἕπομαι II), ἀνεμώλια γάρ μοι ὀπηδεῖ [τόξα] useless do they go with me, Il.5.216; ἀρετὴν σὴν... ἥ τοι ὀπηδεῖ Od.8.237; ἐκ δὲ Διὸς τιμὴ καὶ κῦδος ὀπηδεῖ Il.17.251, cf. Hes.Op.142,313, Thgn.933, etc.; μετ' ἀνδράσι λιμὸς ὀπηδεῖ Hes. Op.230; μετ' ἴχνια Κύρνος ὀ. Call.Del.19.—Ep. Verb, rare in Trag., as ὀπαδεῖ A.Fr.475; ὀπαδοῦσ' prob. in Id.Ag.426 (lyr.), and once in a late Pap., Sammelb.4324.11 (Tab. Defix.): ὀπαδός however is used by Trag.
German (Pape)
French (Bailly abrégé)
ion. c. ὀπαδέω.
English (Autenrieth)
(ὀπηδός, ὀπάζω), ipf. ὀπήδει: accompany, attend, follow, τινί (ἅμα τινί); said of things as well as persons, τόξα, ἀρετή, τῖμή, Il. 5.216, θ 23, Il. 17.251.
Greek Monotonic
ὀπηδέω: ὀπηδός, Ιων. αντί ὀπᾱδ-.
Greek Monolingual
ὀπηδῶ, δωρ. τ. ὀπαδῶ, ὀπηδέω (Α) οπηδός
1. ακολουθώ κάποιον, συνοδεύω, συντροφεύω («Εὐρυβάτης... ὅς οἱ ὀπήδει», Ομ. Ιλ.)
2. ακολουθώ, παρακολουθώ («μετ' ἴχνια Κύρνος ὀπηδεῖ», Καλλ.).