ὁμοιότης
English (LSJ)
-ητος, ἡ, likeness, resemblance, Democr.164, Pl.Phd. 109a, al.: pl., ib.82a, Sph.231a; ἡ αὑτοῖς ὁ. τῆς διαγωγῆς mode of passing life like themselves, Id.Tht.177a; ὁμοιότητι τετάχθαι κατά τι correspond to... Id.R.555a; so ὁμοιότητι εἶναι κατά τι ib.576c; ὁμοιότητι equally, Id.Ti. 75d: c. dat., resemblance to.., Id.Phdr.253b, al.; [ὁμοιότητες] γίνονται τοῖς τέκνοις πρὸς τοὺς γεννήσαντας Arist.Pol.1262a16, cf. EN1108b31; τίνι τῶν ζῴων εἰς ὁμοιότητα; in likeness of what animal ? Pl.Ti.30c, cf. 81d; καθ' ὁμοιότητα λέγεσθαι, opp. ἁπλῶς, Arist.EN1147b34; καθ' ὁ. σημειοῦσθαι, ἡ καθ' ὁ. σημείωσις, Phld.Sign.31,34; ὁ κατὰ τὴν ὁ. τρόπος ib.8; later καθ' ὁμοιότητα c. gen., in the same way as, ἀξιῶν ἐνταγῆναι κἀμοῦ τὸν υἱὸν τῇ τῶν ἐφήβων γραφῇ καθ' ὁ. τῶν σὺν αὐτῷ POxy.1202.24 (iii A. D.), cf. 237 vi6 (ii A. D.), BGU1028.15 (ii A. D.), PSI1.107.2 (ii A. D.), Ep.Hebr.7.15: without gen., ib.4.15.
German (Pape)
[Seite 336] ητος, ἡ, Ähnlichkeit, Plat. Theaet. 144 e u. öfter; εἰς ὁμοιότητα τῇ γυναικὶ διαφόρως ἀπειργασμένον εἴδωλον, Pol. 13, 7, 2; Sp., wie Luc. Pisc. 42.
French (Bailly abrégé)
ότητος (ἡ) :
similitude, ressemblance.
Étymologie: ὅμοιος.
Russian (Dvoretsky)
ὁμοιότης: ητος ἡ тж. pl. сходство, подобие: ὁμοιότητι εἶναι κατά τι Plat. сохранять сходство с чем-л.; εἰς ὁμοιότητά τινι Plat. по подобию кого-л., в подражание кому-л.; καθ᾽ ὁμοιότητα Arst. на основании сходства, по аналогии, NT подобным (же) образом.
Greek (Liddell-Scott)
ὁμοιότης: -ητος, ἡ, ὡς καὶ νῦν, Πλάτ. Φαίδων 109Α, κ. ἀλλ.· καὶ ἐν τῷ πληθ., αὐτόθι 82Α, Σοφ. 231Α· ἡ αὐτοῖς ὁμ. τῆς διαγωγῆς, τρόπος ὅμοιος πρὸς τὸν ἰδικόν των, ὁ αὐτ. ἐν Θεαιτ. 177Α· ὁμοιότητι τετάχθαι, ἔχειν ὁμοίαν θέσιν, ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 555Α· ὁμοιότητι εἶναι κατά τι, ὁμοιάζειν.., αὐτόθ. 576C· ὁμοιότητι, ὁμοίως, ἐπ’ ἴσης, ὁ αὐτ. ἐν Τιμ. 75D· -μετὰ δοτ., ὁμοιότης, πρός τινα, ὁ αὐτ. ἐν Φαίδρῳ 253Β, κ. ἀλλ.· ὁμ. γίνεταί τινι πρός τι Ἀριστ. Πολιτικ. 2. 3, 8, πρβλ. Ἠθ. Ν. 2. 8, 5· τίνι τῶν ζῴων εἰς ὁμοιότητα; κατ’ εἰκόνα τίνος ζῴου; Πλάτ. Τίμ. 30C, πρβλ. 81D· καθ’ ὁμοιότητα λέγεσθαι, ἀντίθ. τῷ ἁπλῶς, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 7. 4, 2, κ. ἀλλ.
English (Strong)
from ὅμοιος; resemblance: like as, similitude.
English (Thayer)
ὁμοιοτητος, ἡ (ὅμοιος), likeness: καθ' ὁμοιότητα, in like manner, Winer's Grammar, 143 (136)); κατά τήν ὁμοιότητα (Μελχισέδεκ), after the likeness, Plato, Aristotle, Isocr, Polybius, Philo, Plutarch.)
Greek Monotonic
ὁμοιότης: -ητος, ἡ (ὅμοιος), ομοιότητα, ομολογία, αναλογία, σε Πλάτ.
Middle Liddell
ὁμοιότης, ητος, ἡ, ὅμοιος
likeness, resemblance, Plat.
Chinese
原文音譯:ÐmoiÒthj 何妹哦帖士
詞類次數:名詞(2)
原文字根:有如 相當於: (מִין)
字義溯源:同樣,樣式,樣,一樣,相似,如同;源自(ὅμοιος)=好像);而 (ὅμοιος)出自(ὁμοῦ)=相同), (ὁμοῦ)又出自(ὁμολογουμένως)X*=同一的)參讀 (ὅμοιος)同源字
出現次數:總共(2);來(2)
譯字彙編:
1) 樣式(1) 來7:15;
2) 樣(1) 來4:15