ὁμοιότροπος
English (LSJ)
ὁμοιότροπον,
A of like manners and life, Th.3.10, Arist.HA487b27, al., Phld.Ir.p.30 W.; simply, similar, δυνάμεις τῆς φράσεως D.H.Pomp.3; αἰτίαι Ph.2.259; of animals, Agatharch. 1. Adv. ὁμοιοτρόπως = in like fashion with or in like manner with, τινι Th.6.20, Arist.GA 755b28, al.; τινὶ ὁ. διατεθῆναι Phld.Rh.1.153 S.: neuter plural as adverb, ὁμοιότροπα τῷ νῦν βαρβαρικῷ διαιτᾶσθαι Th.1.6.
II conformable, having similar effects, of medicines, Hp.Acut.23.
German (Pape)
[Seite 336] von gleicher Art u. Weise, gleichen Sitten, gleichem Character; Thuc. 1, 6. 3, 10, der auch das adv. braucht, παρεσκευασμένος ὁμοιοτρόπως μάλιστα τῇ ἡμετέρᾳ δυνάμει, übereinstimmend mit unseren Truppen ausgerüstet, 6, 20, vgl. 8, 96; τινί, Plat. Alc. II, 142 c; Sp., θάνατος, Luc. Gall. 25.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
dont les mœurs, le caractère ou la manière d'être sont semblables à, τινι.
Étymologie: ὅμοιος, τρέπω.
Russian (Dvoretsky)
ὁμοιότροπος: ведущий похожий образ жизни, похожий по характеру, схожий (τινι Thuc.).
Greek (Liddell-Scott)
ὁμοιότροπος: -ον, ὁ ἔχων ὁμοίους τρόπους ἢ βίον ὅμοιον, Θουκ. 3. 10, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 1, 21, κ. ἀλλ.· - Ἐπίρρ. -πως, κατὰ τρόπον ὅμοιον πρός.., τινι Θουκ. 6. 20, Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 3. 5, 6, κ. ἀλλ.· οὕτω κατ’ οὐδ. πληθ. ὁμοιότροπα τῷ νῦν βαρβαρικῷ διαιτᾶσθαι Θουκ. 1. 6. ΙΙ. ὁμογενής, Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 387.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ὁμοιότροπος, -ον)
1. αυτός που γίνεται, που επιτελείται με τον ίδιο τρόπο με έναν άλλο ή άλλους («εἰδότες οὔτε φιλίαν ἰδιώταις βέβαιον γιγνομένην... εἰ μὴ μετ' ἀρετῆς δοκούσης ἐς ἀλλήλους γίγνοιτο καὶ τἆλλα ὁμοιότροποι εἶεν», Θουκ.)
2. αυτός που έχει όμοιο τρόπο ζωής ή χαρακτήρα με έναν άλλο («οὐδὲ γὰρ προσίετο εἰ μὴ τοὺς ὁμοιοτρόπους τε καὶ κόλακας αὐτῷ τῶν ἁμαρτημάτων», Ηρωδιαν.)
3. αυτός που παρουσιάζει φυσική ή χημική συγγένεια με κάτι («ομοιότροπο διάλυμα»)
αρχ.
1. όμοιος
2. (για φάρμακα) αυτός που ασκεί την ίδια επενέργεια, αυτός που έχει τα ίδια αποτελέσματα
3. (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) ὁμοιότροπα
με τον ίδιο τρόπο, όμοια.
επίρρ...
ομοιοτρόπως και ομοιότροπα (ΑΜ ὁμοιοτρόπως)
με όμοιο τρόπο, σύμφωνα με κάτι («καὶ παρεσκευασμέναι τοῖς πᾶσιν ὁμοιοτρόπως μάλιστα τῇ ἡμετέρᾳ δυνάμει», Θουκ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομοι(ο)- + τρόπος (< τρέπω), πρβλ. ποικιλότροπος].
Greek Monotonic
ὁμοιότροπος: -ον, παρόμοιος στη συμπεριφορά και τον τρόπο ζωής, σε Θουκ.· επίρρ. -πως, κατά τον ίδιο τρόπο με κάποιον άλλο, με δοτ., στον ίδ.
Middle Liddell
ὁμοιό-τροπος, ον,
of like manners and life, Thuc.:— adv. -πως, in like manner with another, c. dat., Thuc.
Lexicon Thucydideum
similis moribus, similar in character, 1.6.6, 3.10.1, 7.55.2, [vulgo commonly ὁμοιοτρόπως] 8.96.5.