contract

English > Greek (Woodhouse)

substantive

written agreement: P. συγγραφή, ἡ, συμβόλαιον, το, συνάλλαγμα, τό.

convention: P. and V. σύμβασις, ἡ, συνθῆκαι, αἱ, σύνθημα, τό, P. ὁμολογία, ἡ.

promise: P. and V. ὑπόσχεσις, ἡ.

break contract with, v.: P. παρασυγγραφεῖν (acc.).

verb transitive

make narrow: P. and V. συνάγειν.

abridge: P. and V. συστέλλειν, συντέμνειν.

acquire: P. and V. κτᾶσθαι, λαμβάνω, λαμβάνειν; see acquire.

contract (the brows): Ar. συνάγειν; see knit.

contract (debt): P. λαμβάνω, λαμβάνειν.

contract (a disease): P. λαμβάνω, λαμβάνειν (Dem. 294), ἀναπίμπλασθαι (gen.); see catch.

contract (hatred, odium, etc.): see incur.

contract (a marriage): V. συνάπτειν, P. συνάπτεσθαι; see betroth.

contract for, give out on contract: P. ἐκδιδόναι κατὰ συγγραφήν (acc.) (Dem. 268).

be contractor for: P. ἐργολαβεῖν (acc.) (Xen.).

contract with: P. συμβόλαιον συμβάλλειν (dat. or πρός, acc.).

make agreement with: P. and V. συμβαίνειν (dat.).

verb intransitive

become narrow: P. and V. συνάγεσθαι, συστέλλεσθαι.

promise: P. and V. ὑφίστασθαι, ὑπισχνεῖσθαι, V. ὑπίσχεσθαι.

make an agreement: P. and V. συμβαίνειν, συντίθεσθαι.

be a contractor: P. ἐργολαβεῖν.

Dutch > Greek

συγγραφή, συμβόλαιον, συμβολή, συνάλλαγμα, συνθήκη