αμφιρρεπής

From LSJ
Revision as of 06:19, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (3)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

μέγα πνεῦμα καὶ πολλὴν θάλασσαν → strong wind and high waves

Source

Greek Monolingual

-ές (Μ ἀμφιρρεπής)
1. αυτός που ρέπει, που κλίνει και προς τα δύο μέρη, ο αμφίρροπος
2. (το ουδέτερο ως ουσιαστικό) τὸ ἀμφιρρεπές
αμφίβολο, διφορούμενο
3. (το επίρρημα στη φράση) «ἀμφιρρεπῶς ἔχω» — είμαι αμφίρροπος, αμφίβολος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι- + -ρεπὴς < ρέπω (πρβλ. αρχ. ἀρρεπής, χαμαιρρεπής, ἑτερορρεπής κ.ά.)].