αναξιότητα

From LSJ
Revision as of 06:20, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (3)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

οὐ λήψει τὸ ὄνομα Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου ἐπὶ ματαίω → thou shalt not take the name of the Lord thy God in vain

Source

Greek Monolingual

η (Μ ἀναξιότης) ἀνάξιος
το να είναι κάποιος ανάξιος, δίχως αξία, η μηδαμινότητα, η ευτέλεια
νεοελλ.
1. ανικανότητα, αδεξιότητα
2. ακαταλληλότητα, ανεπάρκεια
3. (ειδικότερα στα Εκκλ.) ακαταλληλότητα κάποιου για το ιερατικό σχήμα, κυρίως λόγω ανηθικότητας
(μσν. φρ.) «τῇ ἐμῇ ἀναξιότητι», προς ένδειξη ταπεινοφροσύνης.