απόκοτος

From LSJ
Revision as of 06:21, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (5)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

κατὰ τὸν δεύτερον, φασί, πλοῦν τὰ ἐλάχιστα ληπτέον τῶν κακῶν → we must as second best, as people say, take the least of the evils

Source

Greek Monolingual

-η, -ο (Μ ἀπόκοτος, -η, -ον)
Ι. τολμηρός, ριψοκίνδυνος
νεοελλ.
1. θρασύς, ελευθερόστομος
2. δραστήριος, γρήγορος
μσν.
το ουδ. ως ουσ. το θάρρος, η παλληκαριά
II. επίρρ. ἀπόκοτα
μσν.- νεοελλ.
χωρίς δισταγμό, με θάρρος
νεοελλ.
γρήγορα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < απο- + αρχ. κότος «οργή» ή < απο- + μσν. κότ(τ)οςκύβος») > κοτ(τ)ώ «κυβεύω, διακυβεύω, διακινδυνεύω, τολμώ»].