ἀρραφής

Revision as of 06:22, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (6)

English (LSJ)

ές, = sq. 2,

   A κεφαλαί Arat.Iatr.ap.Poll.2.38.

Greek (Liddell-Scott)

ἀρραφής: -ές, = τῷ ἑπ., ἄνευ τοῦ πριονωτοῦ τοῦ κρανίου, ἄνευ ῥαφῶν τῶν ὀστῶν τοῦ κρανίου, ἀρραφέες κεφαλαὶ Ἄρατ. παρὰ Πολυδ. Β΄, 38.

Spanish (DGE)

(ἀρρᾰφής) -ές
medic. que no tiene suturas πολλαὶ δ' ἀρραφέες κεφαλαί Arat.SHell.95.

Greek Monolingual

ἀρραφής, -ές (Α)
(για κρανίο) χωρίς ραφές, μονόστεο.