ἄτρυτος

From LSJ
Revision as of 06:22, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (6)

Μὴ φεῦγ' ἑταῖρον ἐν κακοῖσι κείμενον → Ne fuge sodalem, cum calamitas ingruit → Lass einen Freund in Schwierigkeiten nicht im Stich

Menander, Monostichoi, 341
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄτρῡτος Medium diacritics: ἄτρυτος Low diacritics: άτρυτος Capitals: ΑΤΡΥΤΟΣ
Transliteration A: átrytos Transliteration B: atrytos Transliteration C: atrytos Beta Code: a)/trutos

English (LSJ)

ον,

   A not worn, untiring, unwearied, πούς A.Eu.403; indefatigable, φεῦ τῶν ἀ. οἷα κωτιλίζουσι Call.Iamb.1.277, cf. Plu.Pomp. 26; ironical in Herod.8.4. Adv. -τως, κάματον ἐκδέχεσθαι Ph.1. 19; ὑπομένειν τι J.AJ11.5.8, cf. Jul.Or.7.226c, Orph.Fr.71.    2 of things, unabating: hence, limitless, πόνος Pi.P.4.178, Hdt.9.52; χρόνος B.8.80; χάος Id.5.27; κακά S.Aj.788; ἄλγεα Mosch.4.69; Ἰξίονος μοῖρα ἀΐδιος καὶ ἄ. Arist.Cael.284a35; τὸ ἄ. Id.EN1177b22; ἀνάγκαι Ph.2.434; Πόνος Chaerem. ap. Porph.Abst.4.8; of a road, wearisome, never-ending, Theoc.15.7; ὁδοιπορίαι Plu.Caes.17: Sup., Ph.1.418.    3 = ἀτρύγετος, αἰθήρ Corn.ND20.

German (Pape)

[Seite 389] 1) nicht aufzureiben, unermüdlich, πούς Aesch. Eum. 381; Plut. Pomp. 26 u. a. Sp.; bes. von Uebeln, die nicht ablassen, πόνος, unablässig, Pind. P. 4, 178, wie Her. 9, 52; κακά Soph. Ai. 775; ἄλγεα Mosch. 4, 59; ὁδός, ein langer, kaum zu bewältigender Weg, Theocr. 15, 7, wie ὁδοιπορία Plut. Caes. 17; δύναμις, unzerstörbar, Arist.; τόνος ἄῤῥηκτος καὶἄτρυτος Plut. Cat. min. 5. – 2) nicht beschäftigt, müssig, τὸ σχολαστικὸν καὶ ἄτρυτον Arist. Eth. 10, 7.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 infatigable;
2 incessant, sans terme, interminable;
3 continu.
Étymologie: ἀ, τρύω.

English (Slater)

ἄτρυτος
   1 unabating ἐπ' ἄτρυτον πόνον (P. 4.178)

Spanish (DGE)

(ἄτρῠτος) -ον
I 1incansable, infatigable πούς A.Eu.403, φεῦ τῶν ἀτρύτων de pájaros que parlotean, Call.Fr.194.81, ὀφθαλμός Plu.2.670f, de pers. αὑτῷ τε χρώμενος ἀτρύτῳ Plu.Pomp.26, φύσις Plot.3.7.5, σῶμα Eun.VS 500, ὑπόστασις Porph.Sent.40, Αἶαξ Orph.A.185, Μοῖραι IG 12(7).447.10 (Amorgos I a.C.)
subst. τὸ ἄ. infatigabilidad propiedad de la ἐνέργεια τοῦ νοῦ Arist.EN 1177b22.
2 infinito, inacabable πόνος Pi.P.4.178, Hdt.9.52, ἐν ἀτρύτῳ χάει B.5.27, χρόνος B.9.80, κακά S.Ai.788, cf. Mosch.4.69, Ἰξίονος Μοῖρα Arist.Cael.284a35
de un camino fatigoso, que nunca se acaba ὁδός Theoc.15.7, ὁδοιπορία Plu.Caes.17.
II adv. -ως infatigablemente ὑπομένειν I.AI 11.176, ἐκδεχόμενοι Ph.1.19, συνέχειν Iul.Or.7.226c, cf. Orph.Fr.71.

Greek Monolingual

ἄτρυτος, -ον (Α)
1. ο ακαταπόνητος, ο ακατάβλητος
2. (για τιμωρίες και βάσανα) αδιάκοπος, αδιάπτωτος
3. (για οδό) επίπονος, κουραστικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερ. + -τρυτος < τρύω «κατατρίβω, βασανίζω, καταπονώ»].