απόλλυμι
From LSJ
Greek Monolingual
ἀπόλλυμι κ. -ύω κ. ἀπόλλω (AM) όλλυμι
Ι. 1. καταστρέφω, αχρηστεύω, ερημώνω
2. εξολοθρεύω, σκοτώνω
3. ενοχλώ μέχρι θανάτου, οδηγώ κάποιον σε αδιέξοδο με τα λόγια μου
4. διαφθείρω (γυναίκα)
5. χάνω
II. (-μαι)
1. αφανίζομαι, καταστρέφομαι
2. χάνομαι, εξαφανίζομαι, εκλείπω
3. πεθαίνω
4. φρ. (το ουδ. μτχ. πρκμ.) «τὸ ἀπολωλὸς πρόβατον»
α) το χαμένο πρόβατο του Ευαγγελίου (Λουκ. 15.5)
β) ο άνθρωπος που έχει απομακρυνθεί από τον Θεό.