ἀμφιποτάομαι
οὐδ' ἄμμε διακρινέει φιλότητος ἄλλο, πάρος θάνατόν γε μεμορμένον ἀμφικαλύψαι → nor will anything else divide us from our love before the fate of death enshrouds us (Apollonius of Rhodes, Argonautica 3.1129f.)
English (LSJ)
A fly round and round, of a bird, ἀμφεποτᾶτο Il. 2.315, cf. Sapph.Supp.14.4, Q.S.5.12.
German (Pape)
[Seite 142] umflattern, ἀμφεποτᾶτο τέκνα, die Jungen, Il. 2, 315.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμφιποτάομαι: ἀποθ., περιίπταμαι, ἐπὶ πτηνοῦ, ἀμφεποτᾶτο Ἰλ. Β. 315.
French (Bailly abrégé)
-ῶμαι;
impf. 3ᵉ sg. ἀμφεποτᾶτο;
voltiger autour.
Étymologie: ἀμφί, ποτάομαι.
English (Autenrieth)
flutter about, only ipf., ἀμφεποτᾶτο τέκνα, Il. 2.315†.
Spanish (DGE)
• Morfología: [pres. ind. lesb. ἀμφιπόταται Sapph.22.12]
revolotear en torno ade aves μήτηρ δ' ἀμφιποτᾶτο ... φίλα τέκνα Il.2.315, del deseo πόθος ... ἀμφιπόταται τὰν κάλαν Sapph.l.c.
•abs. ἐν τῷ (ἀέρι) ... ὄρνιθες ... ἀμφεποτῶντο Q.S.5.12.
Greek Monolingual
ἀμφιποτάομαι (Α)
(για πτηνά) περιίπταμαι, πετώ ολόγυρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι- + ποτάομαι «πετώ»].