άπιστος

From LSJ
Revision as of 06:23, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (5)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Τὸ μανθάνειν δ' ἥδιστον εὖ λέγοντος, εἰ κέρδος λέγοι → It is the sweetest thing to learn from one speaking well, if they speak profitably

Sophocles, Antigone, 1031-2

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἄπιστος, -ον)
1. αυτός που δεν έχει θρησκευτική πίστη, που δεν πιστεύει στον θεό
2. (για μη χριστιανούς) ο αλλόθρησκος
3. ο αναξιόπιστος
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ. οι άπιστοι
οι Τούρκοι
μσν.- νεοελλ.
1. όποιος προδίδει την ερωτική ή συζυγική πίστη
2. ετερόδοξος ή αιρετικός
μσν.
1. (για έγγραφο) άκυρος ή πλαστός
2. (για καταγγελία) ψεύτικος
αρχ.-μσν.
απειθάρχητος.