άχρηστος
Ἑκὼν σεαυτὸν τῇ Κλωθοῖ συνεπιδίδου παρέχων συννῆσαι οἷστισί ποτε πράγμασι βούλεται. Πᾶν ἐφήμερον, καὶ τὸ μνημονεῦον καὶ τὸ μνημονευόμενον → Be willing to give yourself up to Clotho, letting her spin to whatever ends she pleases. All is ephemeral—both memory and the object of memory (Marcus Aurelius 4.34f.)
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἄχρηστος, -ον)
1. αυτός που δεν χρησιμεύει σε τίποτε, ανώφελος, περιττός
2. αισχρός, φαύλος
μσν.
1. άκυρος
2. ανόητος, απερίσκεπτος
αρχ.-μσν.
επίρρ. ἀχρήστως
μάταια
αρχ.
1. ο χωρίς αποτέλεσμα ή αποτελεσματικότητα
2. (για πρόσωπα) ανώφελος, επιζήμιος, επιβλαβής
3. αμεταχείριστος, καινούργιος
4. (για λόγους) σκαιός, δυσμενής
5. αυτός που δεν χρησιμοποιεί κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το επίθ. άχρηστος αντικατέστησε το επίθ. αχρείος, αφότου το τελευταίο έπαψε να σημαίνει «άχρηστος, ασήμαντος». Έτσι με τη λ. άχρηστος εκφράστηκε και εκφράζεται μέχρι σήμερα η σημασία του μη χρήσιμου. Εν τούτοις στη Μεσαιωνική και το επίθ. άχρηστος, όπως εξάλλου και το αχρείος, προσέλαβε τη σημασία «αισχρός, φαύλος», εν αντιθέσει προς το χρηστός, που από τη σημασία «χρήσιμος» κατέληξε να σημαίνει «ηθικός, ενάρετος»].