βραχνάδα

From LSJ
Revision as of 06:24, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (7)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Τὰς γὰρ ἡδονὰς ὅταν προδῶσιν ἄνδρες, οὐ τίθημ' ἐγὼ ζῆν τοῦτον, ἀλλ' ἔμψυχον ἡγοῦμαι νεκρόν → But when people lose their pleasures, I do not consider this liferather, it is just a corpse with a soul

Sophocles, Antigone, 1165-7

Greek Monolingual

και βράχνα, η
τραχύτητα, αλλοίωση της διαύγειας της φωνής, η οποία προέρχεται από ψύξη ή άλλη πάθηση των φωνητικών οργάνων.
[ΕΤΥΜΟΛ. βραχνάδα < βραχνός
βράχνα < βραχνιάζω].