αντιπάσχω
From LSJ
και ἅμα ἐλευθέραν καὶ εὐδοξοτάτην πόλιν διὰ παντὸς νεμόμεθα και δύναται μάλιστα σωφροσύνη ἔμφρων τοῦτ᾿ εἶναι → Just remember, we're a people with a long-standing reputation for freedom, a people held in the highest honor. Slowness to act can be nothing more than a mark of clear-headed self-control (Spartan King Archidamus)
Greek Monolingual
ἀντιπάσχω (AM)
μσν.
υφίσταμαι κάτι συμμετέχοντας στα παθήματα άλλου
αρχ.
1. υποφέρω με τη σειρά μου, παθαίνω κακό μετά από κακό που προξένησα
2. ευεργετούμαι για ευεργεσία που έκανα
3. είμαι ανάλογος προς κάποιον άλλο
4. είμαι αντίθετης φύσης με κάτι
5. «λόγος ἀντιπεπονθώς» — ο αντιστρόφως ανάλογος
6. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἀντιπεπονθός
αμοιβαιότητα
7. τὰ ἀντιπεπονθότα
ρήματα αυτοπαθή
8. επίρρ. ἀντιπεπονθότως
αμοιβαία.