αδαής

From LSJ
Revision as of 06:25, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (1)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Μακάριος, ὅστις μακαρίοις ὑπηρετεῖ → Beatus ille, cui beatus imperat → Glückselig, wer im Dienste bei Glücksel'gen steht

Menander, Monostichoi, 350

Greek Monolingual

-ές (Α ἀδαής)
αυτός που δεν γνωρίζει κάτι, άπειρος, αδέξιος, ανίδεος
αρχ.
σκοτεινός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. χρησιμοποιήθηκε παράλληλα προς την παλιότερη, ομηρική ήδη, λέξη ἀδαήμων που προέρχεται από την ίδια ρίζα. Ἀδαής < - στερητ. + ἐδάην, απρμφ. δαῆναι, αόρ. β΄ του δάω «μαθαίνω» (πρβλ. το ομόρριζο διδάσκω με μεταβιβαστική σημ. «κάνω κάποιον να μάθει») ή από αμάρτυρο ουσ. δάος (το) «γνώση».
ΠΑΡ. μσν. ἀδαηστί].