ἀλκίφρων
From LSJ
τάλαιναι κόραι Φαέθοντος οἴκτῳ δακρύων τὰς ἠλεκτροφαεῖς αὐγάς → girls, in grief for Phaethon, drop the amber radiance of their tears
English (LSJ)
ον, gen. ονος, (φρήν)
A stout-hearted, λαός A.Pers.92 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 100] ον, muthigen Sinnes, Aesch. λαός Pers. 92 ch.
Greek (Liddell-Scott)
ἀλκίφρων: -ον, γεν. ονος, (φρὴν) = μεγαλόψυχος, Αἰσχύλ. Πέρσ. 92 (λυρ.).
French (Bailly abrégé)
ων, ον ; gén. ονος;
aux sentiments courageux, belliqueux.
Étymologie: ἀλκή, φρήν.
Greek Monolingual
ἀλκίφρων (-ονος), -ον (Α)
μεγαλόψυχος, γενναιόψυχος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλκὶ- + -φρων (< φρήν)].