ἀλκίβιος

From LSJ
Revision as of 06:25, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (2)

Λιμῷ γὰρ οὐδέν ἐστιν ἀντειπεῖν ἔπος → Famem adeo responsare nil contra datur → Erfolgreich widerspricht dem Hunger nicht ein Wort

Menander, Monostichoi, 321
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀλκίβιος Medium diacritics: ἀλκίβιος Low diacritics: αλκίβιος Capitals: ΑΛΚΙΒΙΟΣ
Transliteration A: alkíbios Transliteration B: alkibios Transliteration C: alkivios Beta Code: a)lki/bios

English (LSJ)

ἡ,

   A = ἔχις, Cretan bugloss, Echium parviflorum, used as an antidote to snake-bite, Sch. Nic.Th.541. (Ἀλκιβίον is pr. n. in Nic.l.c.)

German (Pape)

[Seite 100] ἔχις, eine Pflanze gegen den Schlangenbiß, Nic. Ther. 541; auch ἀλκιβιάδειον.

Greek (Liddell-Scott)

ἀλκίβιος: ἡ, μετὰ καὶ ἄνευ τοῦ ἔχις, εἶδος ἀγχούσης χρησιμευούσης ὡς ἀντίδοτον κατὰ τοῦ δήγματος τῶν ὄφεων, Νικ. Θ. 541· ὡσαύτως ἀλκιβιάδειον ἢ -άδιον, τό, Διοσκ. 4. 23, 24, Γαλην. 13 σ. 149.

Greek Monolingual

ἀλκίβιος, η (Α)
είδος του φυτού άγχουσα, αντίδοτο για το δάγκωμα του φιδιού, πρβλ. ἀλκιβιάδειον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλκί- (< ἀλκὴ) + βίος.