Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

γλίνα

From LSJ
Revision as of 06:26, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (8)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ἐμπειρία γὰρ τῆς ἀπειρίας κρατεῖ → Inscitiam etenim vincit experientiaErfahrung überwindet Unerfahrenheit

Menander, Monostichoi, 169

Greek Monolingual

η (Μ γλίνη)
1. λίπος που βγαίνει από τον βρασμό κρεάτων και κυρίως χοιρινών
2. στρώμα που σχηματίζεται στην επιφάνεια κρύου λιπαρού φαγητού ή μένει στα τοιχώματα του μαγειρικού σκεύους
3. χοιρινό λίπος στο οποίο συντηρούνται καρυκευμένα κρέατα (σύγγλινα)
4. λίγδα
5. γλοιώδης ζύμη πηλού
6. αργιλότοπος (γλιστερός λόγω υγρασίας)
7. άνθρωπος με γλοιώδη χαρακτήρα
8. το φυτό ροκέλλη η φύκοψις, λειχήνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < gli (με παρέκταση σε -n-) < glei- «κολλώ, αλείφω» < (ινδοευρ.) gel- «συμπυκνούμαι». Ο τ. γλίνα μπορεί να συσχετισθεί με τα αρχ. σλαβ. glě «λάσπη», ρωσ. glίna «άργιλος»].