δασώνω

From LSJ
Revision as of 06:26, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (8)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἀλλὰ πάνυ ἑτοίμως παρορᾷς → but you quite purposely see wrongly

Source

Greek Monolingual

δάσος
Ι. 1. δεντροφυτεύω μια περιοχή ώστε να γίνει δάσος
2. (για τόπο) γίνομαι δασώδης, γεμίζω θάμνους («έμεινε χέρσο το χωράφι και δάσωσε»)
3. (για δέντρα ή θάμνους) αποκτώ πυκνό φύλλωμα («δάσωσε η τριανταφυλλιά»)
4. φρ. «σαν βάτος να δασώσει η νύφη κι ο γαμπρός» — να αποκτήσουν πολλά βλαστάρια, πολλά παιδιά κι εγγόνια
II. (μτχ. παθ. παρακμ.) δασωμένος, -η, -ο (Μ δασωμένος, -η, -ον)
1. (για τόπο) δασώδης
2. (για χωράφι ή κήπο) πυκνόφυτος ή πυκνοφυτεμένος
νεοελλ.
δασύτριχος («τα δασωμένα στήθια»).