γεωμιγής

From LSJ
Revision as of 06:26, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (8)

Εὐφήμει, ὦ ἄνθρωπε· ἁσμενέστατα μέντοι αὐτὸ ἀπέφυγον, ὥσπερ λυττῶντά τινα καὶ ἄγριον δεσπότην ἀποδράς → Hush, man, most gladly have I escaped this thing you talk of, as if I had run away from a raging and savage beast of a master

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γεωμῐγής Medium diacritics: γεωμιγής Low diacritics: γεωμιγής Capitals: ΓΕΩΜΙΓΗΣ
Transliteration A: geōmigḗs Transliteration B: geōmigēs Transliteration C: geomigis Beta Code: gewmigh/s

English (LSJ)

ές,

   A mixed with earth, Str.12.7.3, Placit.3.2.6.

German (Pape)

[Seite 488] ές, mit Erde gemischt, Strab. XII, 571; Plut. Symp. 2, 10.

Greek (Liddell-Scott)

γεωμῐγής: -ές, ἀναμεμιγμένος μετὰ γῆς, μετὰ χώματος, Στράβ. 571, Πλούτ. 2. 893Β.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
mêlé de terre.
Étymologie: γῆ, μίγνυμι.

Spanish (DGE)

-ές mezclado con tierra μῖγμα Str.12.7.3, πνεῦμα Plu.2.893c.

Greek Monolingual

γεωμιγής, -ές (Α)
ανακατεμένος με χώμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γεω - < γη + -μιγής < εμίγην (παθ. αόρ. β' του μείγνυμι)].