γεωμιγής
From LSJ
Εὐφήμει, ὦ ἄνθρωπε· ἁσμενέστατα μέντοι αὐτὸ ἀπέφυγον, ὥσπερ λυττῶντά τινα καὶ ἄγριον δεσπότην ἀποδράς → Hush, man, most gladly have I escaped this thing you talk of, as if I had run away from a raging and savage beast of a master
English (LSJ)
ές,
A mixed with earth, Str.12.7.3, Placit.3.2.6.
German (Pape)
[Seite 488] ές, mit Erde gemischt, Strab. XII, 571; Plut. Symp. 2, 10.
Greek (Liddell-Scott)
γεωμῐγής: -ές, ἀναμεμιγμένος μετὰ γῆς, μετὰ χώματος, Στράβ. 571, Πλούτ. 2. 893Β.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
mêlé de terre.
Étymologie: γῆ, μίγνυμι.
Spanish (DGE)
-ές mezclado con tierra μῖγμα Str.12.7.3, πνεῦμα Plu.2.893c.
Greek Monolingual
γεωμιγής, -ές (Α)
ανακατεμένος με χώμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γεω - < γη + -μιγής < εμίγην (παθ. αόρ. β' του μείγνυμι)].