γάνα

From LSJ
Revision as of 06:27, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (8)

σύμμικτον εἶδος κἀποφώλιον βρέφος → an infant of mixed appearance, born to sterility

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γάνα Medium diacritics: γάνα Low diacritics: γάνα Capitals: ΓΑΝΑ
Transliteration A: gána Transliteration B: gana Transliteration C: gana Beta Code: ga/na

English (LSJ)

(A) [ᾰ], Dor., esp. Sicil., for γυνή, Greg.Cor.p.345S.
γάνα (B)· χέρσος, γῆ, Hsch. γανάεις, cf.sq.11.2.

Greek (Liddell-Scott)

γάνα: [ᾰ], Δωρ, ἰδίως Σικελ. ἀντὶ τοῦ γυνή, ἴδε Γρηγ. Κορ. 345 · πρβλ. βάνα.

Spanish (DGE)

v. γυνή.
χέρσος. γῆ Hsch.

Greek Monolingual

η
1. η πράσινη σκουριά που σχηματίζεται στα αγάνωτα χαλκώματα
2. η μουτζούρα του φούρνου ή τών σκευών που τοποθετούνται πάνω στη φωτιά
3. οποιαδήποτε κηλίδα
4. ο εξευτελισμόςάνθρωπος της πομπής και της γάνας» — άνθρωπος που έχει διαπομπευθεί και εξευτελιστεί)
5. το υπόλευκο επίχρισμα πάνω στη γλώσσα, από αρρώστια ή υπερβολική δίψα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. γανώνω (Ι)].