διάταξη

From LSJ
Revision as of 06:27, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (9)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖινgodly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet

Source

Greek Monolingual

η (AM διάταξις) διατάσσω
1. τακτοποίηση, διευθέτηση πραγμάτων στην κατάλληλη θέση
2. διάταγμα πολιτικής ή εκκλησιαστικής αρχής
3. κατάταξη τών μερών του γραπτού λόγου
νεοελλ.
1. περίοδος του ισχύοντος Συντάγματος, νόμου, κανονισμού κ.λπ. που αφορά σε ορισμένο θέμα («θεμελιώδεις διατάξεις του Συντάγματος»)
2. «ημερήσια διάταξη» — πίνακας τών θεμάτων που πρόκειται να συζητηθούν στη συνεδρίαση Βουλής, σωματείου ή άλλου συλλογικού οργάνου
3. το έγγραφο που περιέχει την ημερήσια διάταξη
αρχ.-μσν.
1. διαταγή, προσταγή, εντολή, παραγγελία («τῆ διατάξει σου διαμένει ἡμέρᾳ», ΠΔ)
2. διαθήκη
αρχ.
συμφωνία, συνθήκη.