διάσειση

From LSJ
Revision as of 06:27, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (9)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Εὐδαίμονες οἷσι κακῶν ἄγευστος αἰών → Blessed are those whose lives have no taste of suffering

Sophocles, Antigone, 583

Greek Monolingual

η (AM διάσεισις, -εως)
1. κραδασμός, τράνταγμα, κλονισμός
2. διακίνηση οργάνων του σώματος με συνέπεια τη μείωση της αποδοτικότητας του («διάσειση του εγκεφάλου», «διάσειση του αμφιβληστροειδή»).