δυσθεώρητος

From LSJ
Revision as of 06:27, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (10)

οὐκ ἔστι λέουσι καὶ ἀνδράσιν ὅρκια πιστά → there are no pacts between lions and men, between lions and men there are no oaths of faith, there can be no covenants between men and lions

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δυσθεώρητος Medium diacritics: δυσθεώρητος Low diacritics: δυσθεώρητος Capitals: ΔΥΣΘΕΩΡΗΤΟΣ
Transliteration A: dystheṓrētos Transliteration B: dystheōrētos Transliteration C: dystheoritos Beta Code: dusqew/rhtos

English (LSJ)

ον,

   A hard to observe, Arist.HA511b13; scarcely visible, τρύπημα Hero Spir.1.31, cf. Philum.Ven.15.6.    II hard to understand or reduce to theory, τέχνη Ph.Bel.49.19, cf. Plb.3.31.7, Phld.Rh.1.141 S., Ph.2.84.

German (Pape)

[Seite 681] schwer zu untersuchen, zu betrachten; Arist. H. A. 3, 2; Pol. 17, 13 u. sonst; Plut. S. N. V. 4.

Greek (Liddell-Scott)

δυσθεώρητος: -ον, ὃν δύσκολον εἶναι νὰ θεωρήσῃ τις ἢ ἐννοήσῃ, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 3. 2, 2.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
difficile à examiner, à reconnaître.
Étymologie: δυσ-, θεωρέω.

Spanish (DGE)

-ον
1 difícil de verse, apenas visible τρύπημα Hero Spir.1.31, ἀστήρ Gem.3.15, δῆγμα Philum.Ven.15.6, de la lengua del elefante, Ar.Byz.Epit.2.71, del bazo de la codorniz, Alex.Mynd.15W., cf. Ar.Byz.Epit.2.439, Ps.Callisth.1.46Γ (p.98), Dsc.4.133, Gal.2.398, 5.613, Basil.M.30.333C
neutr. subst. τὸ δ. dificultad de observación Arist.HA 511b13.
2 desagradable a la vista πληγὴ ἀνίατός τε καὶ δ. Gr.Naz.M.35.1100D, glos. a δυσθέατος Sch.A.Th.978e.
3 difícil de entender ἡ τοῦ προειρημένου φύσις Plb.9.24.2, cf. 3.31.7, Ph.1.471, διαφορά Plu.Comp.Phil.Flam.3, αἰτία Plu.2.690f, μάθησις Plu.2.1020b, ὁ μὲν γὰρ χρόνος δυσθεώρητόν τι ἐστίν S.E.M.10.180, cf. Plu.2.1043a, Alex.Aphr.in Metaph.142.4, Febr.5.3, Iambl.VP 182, neutr. plu. subst., Phld.Rh.2.263Aur., Ph.2.84, Plu.2.718c, Eutoc.in Sph.Cyl.12
difícil de reducir a teoría τέχνη Ph.Bel.49.19
de difícil investigación ἡ περὶ πυρετῶν θεωρία por sus complejidad, Alex.Aphr.Febr.1.3.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α δυσθεώρητος, -ον)
εκείνος, τον οποίο δύσκολα μπορεί να δει κανείς σε όλη του την έκταση («χαῑρε βάθος δυσθεώρητον», Ακάθιστος Ύμνος)
νεοελλ.
αυτός που δύσκολα ελέγχεται ή διορθώνεται («δυσθεώρητα χειρόγραφα», «δυσθεώρητοι λογαριασμοί»)
αρχ.
δυσνόητος.