ἐκδιαβαίνω
From LSJ
ἀμείνω δ' αἴσιμα πάντα (Odyssey VII.310 / XV.71) → all things are better in moderation
English (LSJ)
A pass quite over, τάφρον Il.10.198.
German (Pape)
[Seite 757] (s. βαίνω), ganz hindurch u. herausgehen, τάφρον Il. 10, 198.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκδιαβαίνω: διαβαίνω, μετ’ αἰτ., τάφρον δ’ ἐκδιαβάντες, «διὰ τῶν προθέσεων δηλοῖ τὸ δύσβατον τοῦ ὀρύγματος» (Σχόλ.), Ἰλ. Κ. 198.
French (Bailly abrégé)
part. ao. ἐκδιαβάντες;
franchir.
Étymologie: ἐκ, διαβαίνω.
English (Autenrieth)
aor. 2 part. ἐκδιαβάντες: pass quite over, Il. 10.198†.
Spanish (DGE)
saltar sobre, franquear τάφρον Il.10.198.
Greek Monolingual
ἐκδιαβαίνω (Α)
διαβαίνω από δύσκολο πέρασμα.