Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

εμπαθής

From LSJ
Revision as of 06:28, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (11)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ἰσχυρότερον δέ γ' οὐδέν ἐστι τοῦ λόγου → Oratione nulla vis superior → Nichts ist gewiss gewaltiger als die Vernunft | Nichts ist gewiss gewalt'ger als der Rede Kraft

Menander, Monostichoi, 258

Greek Monolingual

-ές (AM ἐμπαθής, -ές)
(για πράξεις, ενέργειες, διαθέσεις) αυτός που κινείται από πάθος, συνήθως φθόνου και μίσους («εμπαθής κριτική»)
μσν.- νεοελλ.
1. αυτός που κατέχεται από πάθος μίσους και φθόνου, κακεντρεχήςεμπαθής άνθρωπος», «εμπαθής και μνησίκακος»)
2. εκείνος που κατέχεται από χρόνια πάθηση, ασθενικός
αρχ.-μσν.
το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐμπαθές
η εμπάθεια
αρχ.
1. όποιος έχει χάσει την αυτοκυριαρχία του και βρίσκεται σε κατάσταση συγκίνησης και ταραχής
2. φρ. «ἐμπαθής τινι» ή «ἐμπαθής πρός τι» — αυτός που συγκινείται υπερβολικά με κάτι
3. «ἐμπαθής φιλία» — φιλία που φτάνει ώς το πάθος.