εμπλέκω

From LSJ
Revision as of 06:29, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (11)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

εὖ γοῦν θίγοις ἂν χερνίβων → well could you, of course, handle holy vessels

Source

Greek Monolingual

(AM ἐμπλέκω)
1. πλέκω κάτι μαζί με κάτι άλλο, συνδυάζω στενά
2. κάνω κάποιον να αναμιχθεί σε κάτι, συνήθως δυσάρεστο ή επικίνδυνο («τον ενέπλεξε σε περιπέτειες», «τους έκανε να εμπλακούν σε διαμάχες κ.λπ.»)
νεοελλ.
εμπλέκομαι
βρίσκομαι ανακατεμένος, έχω στενή σχέση σε κάποιο θέμα, κατάσταση κ.λπ
μσν.
εμπλέκομαι
1. περικυκλώνω
2. αγκαλιάζω
αρχ.
1. ενώνω, συνδέω
2. (-ομαι)
συνάπτω ερωτικές σχέσεις.