ωχριώ

From LSJ
Revision as of 06:30, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (47c)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

φελένη καὶ φάναξ καὶ φοῖκος καὶ φαήρ → Ἑλένη καὶ ἄναξ καὶ οἶκος καὶ ἀήρ | Helen, lord, house, and air

Source

Greek Monolingual

ὠχριῶ, -άω, ΝΜΑ
γίνομαι ωχρός, χλομιάζω, κιτρινίζω («τί τρέμεις καὶ ὠχριᾱς;», Λουκιαν.)
νεοελλ.
1. χάνω το χρώμα μου, ξεθωριάζω
2. φρ. «ωχριώ μπροστά σε κάποιον [ή σε κάτι
μτφ. φαίνομαι πολύ κατώτερος, υστερώ, υπολείπομαι πάρα πολύ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὠχρός + κατάλ. -ιῶ, -ιάω δηλωτική ασθενείας (πρβλ. ἰλιγγ-ιῶ)].