άβουλος
From LSJ
διὰ λαμπροτάτου βαίνοντες ἁβρῶς αἰθέρος → passing lightly through clear-shining air (Euripides, Medea 829)
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἄβουλος, -ον) βουλή
ο δίχως βούληση, θέληση
νεοελλ.
ο δίχως πρωτοβουλία, αναποφάσιστος
αρχ.
1. αυτός που σκέπτεται άσχημα ή επιπόλαια, απερίσκεπτος, ασυλλόγιστος
2. άκαρδος, άσπλαχνος, αδιάφορος.