αγάλλομαι

From LSJ
Revision as of 06:30, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (1)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

κρεῖττον εἶναι φιλοσόφως ἀποθανεῖν ἢ ἀφιλοσόφως ζῆν → that it is better to die in manner befitting a philosopher than to live unphilosophically

Source

Greek Monolingual

(Α ἀγάλλομαι και ενεργ. ἀγάλλω)
χαίρομαι, ευφραίνομαι
αρχ.
1. δοξάζω, εκθειάζω, εξυμνώ
2. (και μέσ. με ενεργ. σημ.) τιμώ κάποιον
3. στολίζω
4. μέσ. υπερηφανεύομαι, καυχώμαι, κομπάζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀγαλός, το οποίο πιθ. συγγενεύει με το ἀγα-, ἄγαμαι ή το ἀγανός.
ΠΑΡ. ἀγαλλιῶ, ἄγαλμα.