Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

εξελαύνω

From LSJ
Revision as of 06:30, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (12)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Quibus enim nihil est in ipsis opis ad bene beateque vivendum → Every age is burdensome to those who have no means of living well and happily

Cicero, de Senectute

Greek Monolingual

ἐξελαύνω (AM) ελαύνω
1. διώχνω βίαια («ἐξελῶ σ' ἐς κόρακας ἐκ τῆς οἰκίας», Αριστοφ.)
2. κατευθύνω (άλογα, άρμα κ.λπ.) ορμητικά προς τα μπρος
αρχ.
1. βγάζω έξω για βοσκή («δειπνήσας δ' ἄντρου ἐξήλασε πίονα μῆλα», Ομ. Οδ.)
2. (για άλογα και οχήματα) καταδιώκω, κυνηγώ από το ένα μέρος στο άλλο
3. βγάζω, οδηγώ έξω («ἐξελαύνειν νῆα ὅρμου»)
4. επιτίθεμαι
5. εξέρχομαι έφιππος
6. εξέρχομαι μετέχοντας σε πομπή
7. διώχνω, απαλλάσσομαι από κάποιον («ἐξελαύνων τῶν ὀμμάτων τὸ αἰδούμενον», Πλούτ.)
8. βγάζω κάτι με το πλύσιμο («πρὶν κόνιν ἱππείαν ἐξελάσαι λαγόνων», Καλλίμαχος)
9. αποβάλλω με χτύπημαχαμαὶ δὲ καὶ πάντας ὀδόντας γναθμῶν ἐξελάσαιμι», Ομ. Οδ.)
10. (για μέταλλα) κόβω σφυρηλατώντας.