Χαίρειν ἐπ' αἰσχροῖς οὐδέποτε χρὴ πράγμασιν → Non decet in rebus esse laetum turpibus → In schlimmer Not ist Freude niemals angebracht
-η, -ο (Α ἄδολος, -ον) δόλος
(για πρόσωπα και ψυχικές διαθέσεις) ο χωρίς δόλο, αγνός, τίμιος, ειλικρινής, απονήρευτος («εἶναι τὰς σπονδάς ἀδόλους καὶ ἀβλαβεῖς», «ἄδολος εἰρήνη»)
αρχ.
1. (για πράγματα) ανόθευτος, γνήσιος, αμιγής
2. φρ. ἀδόλως και δικαίως
χωρίς απάτη ή πανουργία.