εὐδιάλυτος

Revision as of 06:32, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (14)

English (LSJ)

ον,

   A easy to undo or open, of traps, Str.6.2.6.    2 easy to dissolve or break up, gloss on ὑποψάθυρος, Gal.16.762: metaph., φιλίαι Arist.EN1156a19, cf. Ph.1.379; Ἑλλάς Plu.Phil.8.    3 easy to solve or refute, D.H. Rh.9.5, Hermog.Meth.22.    4 easy to dissolve, and so to digest, Hices. ap. Ath.3.87e.    II easy to reconcile, Plb.29.11.5.

German (Pape)

[Seite 1061] leicht aufzulösen, zu trennen; φιλία Arist. eth. 8, 3; γαλεάγραι Strab. VI, 273; Ἑλλὰς ἀσθενὴς καὶ εὐδ. Plut. Philp. 8; leicht zu versöhnen, Pol. 29, 5, 5; – leicht zu verdauen, von Speisen, Ath. III, 87 e; – leicht zu widerlegen, Rhett.

Greek (Liddell-Scott)

εὐδιάλῠτος: -ον, εὐκόλως ἀνοιγόμενος, ἐπὶ γαλεάγρας, Στράβ. 273. 2) εὐκόλως διαλυόμενος, φιλία Ἀριστ. Ἠθ. Νικ. 8. 3, 3˙ Ἑλλὰς Πλούτ. Φιλοπ. 8. 3) εὐκόλως ἀνασκευαζόμενος, ἀναιρούμενος, Διον. Ἁλ. π. Ρητ. 9. 5, Ἑρμογ. 4) εὐκολοχώνευτος Ἀθήν. 87 Ε. ΙΙ. εὐκόλως διαλλαττόμενος, Πολύβ. 29. 5, 5.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
facile à ruiner, à détruire.
Étymologie: εὖ, διαλύω.

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ εὐδιάλυτος, -ον)
αυτός που διαλύεται εύκολα, αυτός του οποίου τα μέρη εύκολα διασπώνται ή αποχωρίζονται
νεοελλ.
1. (για χημικές ουσίες) αυτός που διαλύεται εύκολα και σε μικρή ποσότητα κάποιου διαλυτικού υγρού
2. το ουδ. ως ουσ. το ευδιάλυτο
η ευδιαλυτότητα
αρχ.
1. (για παγίδα) αυτός που ανοίγεται εύκολα («εἰς γαλεάγρας θηρίων εὐδιαλύτους», Στράβ.)
2. αυτός που ανασκευάζεται, που αναιρείται εύκολα («εἰσὶ δὲ κακίαι λόγων ρητορικῶν τότε εὐδιάλυτα λέγειν καὶ τὰ ἀντίστροφα», Διον. Αλ.)
3. (για τροφή) εύπεπτος
4. αυτός που συζητά και συμβιβάζεται εύκολα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ρηματ. επίθ. του ρ. ευδιαλύομαι].