εὐαγγελία
From LSJ
τέχνη δὲ ἄνευ ἀλκῆς οὐδὲν ὠφελεῖ (Thucydides 2.87.4.6) → η τέχνη απαιτεί κουράγιο, skill without heart is useless
English (LSJ)
ἡ,
A good tidings, LXX 4 Ki.7.9, J.AJ18.6.10.
German (Pape)
[Seite 1054] ἡ, = εὐαγγέλιον, Sp.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
bonne nouvelle.
Étymologie: εὐάγγελος.