αθλοπαιδιά

From LSJ
Revision as of 06:33, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (1)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Πολλῶν ὁ καιρὸς γίγνεται διδάσκαλος → Rebus magistra plurimis occasio → Zum Lehrer wird für viele die Gelegenheit

Menander, Monostichoi, 449

Greek Monolingual

η
η λ. αποδίδει γενικά στην Ελληνική τον αγγλικό όρο «σπορ» — σημαίνει τις σωματικές ασκήσεις ή τα αγωνιστικά παιχνίδια, που αποσκοπούν στην ψυχαγωγία, τη σωματική ευρωστία και τη φυσική αγωγή, σε αντίθεση με τα αθλήματα, που αποβλέπουν στην επίτευξη όσο το δυνατόν καλύτερων επιδόσεων (ρεκόρ).
[ΕΤΥΜΟΛ. < άθλος + παιδιά, η (= παιχνίδι)].