εὐέργεια

From LSJ
Revision as of 06:33, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (15)

οὐ δικαίως θάνατον ἔχθουσιν βροτοί, ὅσπερ μέγιστον ῥῦμα τῶν πολλῶν κακῶν → unjustly men hate death, which is the greatest defence against their many ills | men are not right in hating death, which is the greatest succour from our many ills

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐέργεια Medium diacritics: εὐέργεια Low diacritics: ευέργεια Capitals: ΕΥΕΡΓΕΙΑ
Transliteration A: euérgeia Transliteration B: euergeia Transliteration C: evergeia Beta Code: eu)e/rgeia

English (LSJ)

Ion. εὐεργ-είη, ἡ, = sq.1, AP15.34 (Arethas).    2 ease of a surgical operation, Orib.45.18.14.

German (Pape)

[Seite 1065] ἡ, das Wohlthun, Ep. ad. (XV, 34).

Greek (Liddell-Scott)

εὐέργεια: Ἰων. -είη, ἡ, = εὐεργεσία Ι, Ἀνθ. Π. 15. 34. 2) εὐκολία περὶ τὸ ἐργάζεσθαι ἢ πράττειν, εὐκολία, Ὀρειβάσ. 51 Mai.

Greek Monolingual

εὐέργεια και ιων. τ. εὐεργείη, ἡ (Α) ευεργής
1. ευεργεσία
2. η ευχέρεια στο να κάνει κάποιος κάτι, η ευκολία.