εὐθύπορος
Περὶ τοῦ ἐπέκεινα τοῦ νοῦ κατὰ μὲν νόησιν πολλὰ λέγεται, θεωρεῖται δὲ ἀνοησίᾳ κρείττονι νοήσεως → On the subject of that which is beyond intellect, many statements are made on the basis of intellection, but it may be immediately cognised only by means of a non-intellection superior to intellection
English (LSJ)
ον,
A going straight, of colour, Democr. ap. Thphr.Sens.73; τάσις, opp. μεταληπτική, Gal.10.443: metaph., straightforward, ἦθος Pl.Lg. 775d. II with a straight passage, κέρας Arist.Aud.802b11; with straight grain, of wood, Thphr.CP5.17.3 (Sup.).
German (Pape)
[Seite 1071] geradeausgehend, gerade, Theophr. u. Sp.; übertr., ἦθος Plat. Legg. VI, 775 d, wie unser Geradsinn. – Vom Holze, mit geradegehenden Poren, Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
εὐθύπορος: -ον, ὁ τὴν εὐθεῖαν ὁδὸν πορευόμενος, μεταφ. εὐθύς, ἦθος Πλάτ. Νόμ. 775D. II. ἔχων εὐθὺν πόρον, κέρας Ἀριστ. π. Ἀκουστ. 38· ἔχων εὐθεῖς πόρους, ἐπὶ δένδρων, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 5. 17, 3.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 qui va droit de l’avant;
2 qui a un passage direct ; particul. dont les pores ou les conduites sont en ligne droite.
Étymologie: εὐθύς, πόρος.
Greek Monolingual
εὐθύπορος, -ον (ΑΜ)
1. αυτός που πορεύεται κατευθείαν
2. (για ήθος) ομαλός, κόσμιος
3. αυτός που έχει ευθύ πέρασμα («εὐθύπορον κέρας», Αριστοτ.)
4. (για ξύλο) αυτός που έχει ευθεία διάταξη στις ίνες του.
επίρρ...
εὐθυπόρως (Μ)
κατευθείαν, σε ευθεία γραμμή («βαδίζων εὐθυπόρως καὶ ἀπλανῶς», Νικ. Χων.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευθυ- + πόρος «πέρασμα»].