ἐπιπίμπλημι
From LSJ
τὸ πλῆθος οὐκ εὐαρίθμητον ἦν → the crowd wasn't easy to count, the crowd was not small, it was not a small crowd
English (LSJ)
A fill full of, σπλάγχνων χεῖρ' ἐπιπλῆσαι Ar.Av.975.
German (Pape)
[Seite 969] (s. πίμπλημι), noch dazu anfüllen, σπλάγχνων χεῖρ' ἐπιπλῆσαι Ar. Av. 972.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιπίμπλημι: πληρῶ ἐντελῶς, σπλάγχνων χεῖρ’ ἐπιπλῆσαι Ἀριστοφ. Ὄρν. 975.
French (Bailly abrégé)
remplir de, gén..
Étymologie: ἐπί, πίμπλημι.
Greek Monolingual
ἐπιπίμπλημι (Α) πίμπλημι
γεμίζω εντελώς («σπλάγχνων χεῑρ’ ἐπιπλῆσαι, Αριστοφ.).