ευθυντηρία

From LSJ
Revision as of 06:34, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (15)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ἐρωτώμενος διὰ τί ὀλίγους ἔχει μαθητάς, ἔφη ὅτι ἀργυρέᾳ αὐτοὺς ἐκβάλλω ῥάβδῳ → When asked why he had so few pupils, he replied ‘I chase them away with a silver stick (Diogenes Laertius 6.4.5, on the philosopher Antisthenes)

Source

Greek Monolingual

η (ΑΜ εὐθυντήριος, -ία, -ον) ευθύνω
το θηλ. ως ουσ. νεοελλ.
1. μεταλλικό, πρισματικό συνήθως, εξάρτημα μηχανής, το οποίο οδηγεί ευθύγραμμη, κυκλική ή ελικοειδή κίνηση
2. λεία πλάκα, παράλληλη προς τον άξονα του κυλίνδρου, η οποία βοηθάει την ευθύγραμμη παλινδρόμηση του εμβόλου ατμομηχανής
μσν.-αρχ.
ως επίθ. αυτός που διευθύνει, που κυβερνά («εὐθυντήριον σκῆπτρον»)
αρχ.
1. το μέρος του πλοίου στο οποίο ήταν σταθερά προσαρμοσμένο το πηδάλιο
2. το επίστρωμα στο οποίο στηρίζεται η κρηπίδα αρχαίου ναού
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ εὐθυντήριον
κανόνας, πρότυπο.