αιματώνω
From LSJ
Δίκαιος ἐὰν ᾖς, πανταχοῦ τῷ τρόπῳ χρήσῃ νόμῳ († λαληθήσῃ) → Si iustus es pro lege tibi mores erunt → Bist du gerecht, ist dein Charakter dir Gesetz (wirst du in aller Munde sein)
Greek Monolingual
(Α αἱματῶ, -όω)
1. προκαλώ χύσιμο αίματος, τραυματίζω, βάφω με αίμα
2. προξενώ σε κάποιον υπερβολική λύπη, τον πληγώνω
3. (αμτβ.) χάνω αίμα, χύνεται το αίμα μου
4. μτφ. κάνω μάχη, ερίζω «δεν το ματώσαμε ακόμη», δεν άρχισαν ακόμη πολεμικές επιχειρήσεις
«δεν το ματώνω», αποφεύγω τις έριδες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. αἱματῶ (-όω) < αἷμα.
ΠΑΡ. νεοελλ. (αι)μάτωμα].