ζάλο

From LSJ
Revision as of 06:35, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (16)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

το (Μ ζάλο και ζάλον)
1. βήμα, βηματισμός χορού, γρήγορη περιστροφή
2. πήδημα
3. φρ. α) «στέκω σ' ένα ζάλο» — μένω σταθερός στην αρχική μου γνώμη
β) «παίρνω τα ζάλα» — προχωρώ
γ) «ζάλο και ζάλο» — βήμα-βήμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σάλος με ηχηροποίηση του αρκτικού -s- σε -z- (πρβλ. σάκχαρις < ζάχαρη)].