θεσπίζω

From LSJ
Revision as of 06:36, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (17)

Κρίνει φίλους ὁ καιρός, ὡς χρυσὸν τὸ πῦρ → Aurum probatur igne, amicus tempore → Der Zeitpunkt sondert Freunde, wie das Feuer Gold

Menander, Monostichoi, 276
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θεσπίζω Medium diacritics: θεσπίζω Low diacritics: θεσπίζω Capitals: ΘΕΣΠΙΖΩ
Transliteration A: thespízō Transliteration B: thespizō Transliteration C: thespizo Beta Code: qespi/zw

English (LSJ)

fut. -ίσω, Att. -ῐῶ, Ion. inf. θεσπιέειν v.l. in Hdt.8.135; Dor. aor.

   A ἐθέσπιξα Theoc.15.63: (θέσπις):—prophesy, foretell, τι Hdt. 1.47, al.; τινί τι A.Ag.1210, E.Andr.1161:—Pass., τί δὲ τεθέσπισται; S.OC388, cf. Parth.35.2.    II Pass., c. acc., [χρησμοί,] οὓς ἐθεσπίσθη Μωυσῆς Ph.2.38.    III of the Emperors,= Lat. sancire, decree, Jul.Ep.75b, Wilcken Chr.6.8 (v A.D.), OGI521.9 (Abydus), Cod.Just.1.12.3 Intr.

German (Pape)

[Seite 1204] att. fut. θεσπιῶ, inf. θεσπιέειν, Her. 8, 135, weissagen, ein Orakel, auch einen Befehl geben; ἤδη πολίταις πάντ' ἐθέσπιζον πάθη Aesch. Ag. 1183; Soph. Ant. 1041 u. oft; auch pass., τί δὲ τεθέσπισται; O. C. 389; Eur. Andr. 1162; sp. D., wie Theocr. 15, 63. Auch in Prosa, von der Pythia, Her. 1, 48, vom Apollo, 8, 135; Sp., wie Ath. XV, 672 e; Hdn. 4, 12, 7 von den Kaisern.

Greek (Liddell-Scott)

θεσπίζω: μέλλ. -ίσω, Ἀττ. -ῐῶ, Ἰων. ἀπαρέμ. θεσπιέειν Ἡρόδ. 8. 135· Δωρ. ἀόρ. ἐθέσπιξα Θεόκρ. 15. 63· (θέσπις). Χρησμῳδῶ, χρησμοδοτῶ, προφητεύω, προλέγω, μαντεύομαι, τι Ἡρόδ. 1. 47, κ. ἀλλ., παρ’ Ἀττ. ποιηταῖς· τινί τι Αἰσχύλ. Ἀγ. 1210, Εὐρ. Ἀνδρ. 1161· καὶ ἐν τῷ Παθ. τί δὲ τεθέσπισται; Σοφ. Ο. Κ. 388. ΙΙ. μετ’ αἰτ., μαντοσύνην, τὴν θέσπισε Φοῖβος, ἐνέπνευσεν εἰς αὐτούς, Συλλ. Ἐπιγρ. 4379ο. 2) μεταγεν., ἐπὶ τῶν αὐτοκρατόρων, ἐπιτάσσω, διατάσσω, μνημονεύεται ἐκ τοῦ Ἰουλιανοῦ· ἐπὶ ἀρχόντων ἢ δικαστῶν, Ἐκκλ.

French (Bailly abrégé)

f. θεσπιῶ;
rendre un oracle, faire une prédiction.
Étymologie: θέσπις.

Spanish

vaticinar, profetizar

Greek Monolingual

(ΑΜ θεσπίζω) θέσπις
θεσμοθετώ, επιβάλλω κανόνες δικαίου ή συμπεριφοράς
(νεοελλ.-μσν)
1. διατάσσω, επιβάλλω
2. αποφασίζω, ορίζω
3. διορίζω
4. δηλώνω
(μσν-αρχ.)
1. προλέγω προφητεύω
2. εκδίδω διάταγμα, πρόσταγμα
3. καθιερώνω
4. νουθετώ, συμβουλεύω
5. διακηρύσσω.