θυρσοκόμος

From LSJ
Revision as of 06:36, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (17)

ἀγωνίζεσθαι, ἐπιζητεῖν, εὑρίσκειν καί μή εἴκειν → to strive, to seek, to find, and not to yield (Tennyson, Ulysses)  

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θυρσοκόμος Medium diacritics: θυρσοκόμος Low diacritics: θυρσοκόμος Capitals: ΘΥΡΣΟΚΟΜΟΣ
Transliteration A: thyrsokómos Transliteration B: thyrsokomos Transliteration C: thyrsokomos Beta Code: qursoko/mos

English (LSJ)

ὁ,

   A thyrsuskeeper, a play of Lysippus, Suid.

Greek (Liddell-Scott)

θυρσοκόμος: ὁ, ὁ περιποιούμενος τὸν θύρσον· ἓν ἐκ τῶν δραμάτων τοῦ Λυσίππου, Σουΐδ. ἐν λ. Λύσιππος.

Greek Monolingual

θυρσοκόμος, ὁ (Α)
1. (ως επίθ. του Διονύσου) αυτός που επιμελείται τον θύρσο, αυτός που περιποιείται τον θύρσο
2. ως κύρ. όν. Θυρσοκόμος
τίτλος δράματος του Λυσίππου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θύρσος + -κόμος (< κομώ «φροντίζω»), πρβλ. ιππο-κόμος, νοσοκόμος.