κακοθημοσύνη

From LSJ
Revision as of 06:37, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (18)

Δίκαιος ἀδικεῖν οὐκ ἐπίσταται τρόπος → Iniuste facere nesciunt mores probi → Ein rechter Sinn versteht sich nicht aufs Unrecht tun

Menander, Monostichoi, 136
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰκοθημοσύνη Medium diacritics: κακοθημοσύνη Low diacritics: κακοθημοσύνη Capitals: ΚΑΚΟΘΗΜΟΣΥΝΗ
Transliteration A: kakothēmosýnē Transliteration B: kakothēmosynē Transliteration C: kakothimosyni Beta Code: kakoqhmosu/nh

English (LSJ)

ἡ,

   A disorderliness, Hes.Op.472.

German (Pape)

[Seite 1300] ἡ, Unordentlichkeit, Ggstz εὐθημοσύνη, Hes. O. 474.

Greek (Liddell-Scott)

κᾰκοθημοσύνη: ἡ, τὸ κακῶς διατίθεσθαί τινα τὰ ἑαυτοῦ, ἀταξία, ἀντίθετον τῷ εὐθυμοσύνη, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 470.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
désordre, trouble.
Étymologie: κακός, τίθημι.

Greek Monolingual

κακοθημοσύνη, ἡ (Α)
αταξία, κακή διάταξη ή ρύθμιση πραγμάτων ή υποθέσεων («εὐθημοσύνη γὰρ ἀρίστη θνητοῑς ἀνθρώποις, κακοθημοσύνη δὲ κακίστη», Ησίοδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακοθήμων < κακ(ο)- + ρίζα -θη- του τίθημι + επίθημα -μων (πρβλ. ευ-θημοσύνη)].