ισχναίνω

From LSJ
Revision as of 06:37, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (18)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ἡδύ γε δικαίους ἄνδρας εὐτυχεῖν ὁρᾶν → Gerechte Menschen glücklich sehen, das erfreut → Zu sehn, dass der Gerechte glücklich ist, erfreut

Menander, Monostichoi, 218

Greek Monolingual

(ΑΜ ἰσχναίνω)
κάνω κάποιον ισχνό, λεπτύνω, λιγοστεύω
νεοελλ.
γίνομαι ισχνός, αδυνατίζω
αρχ.
1. (για ταρίχευση) αποξηραίνω, στεγνώνω
2. αφαιρώ τα περιττά, εκλεπτύνω, εξευγενίζω
3. (για σωματικό πόνο) ελαττώνω, μειώνω, λιγοστεύω
4. παθ. ἰσχναίνομαι
υφίσταμαι ίσχνανση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσχνός + κατάλ. -αίνω (πρβλ. γλυκ-αίνω, λευκ-αίνω)].