ηπίαλος

From LSJ
Revision as of 06:37, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (16)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Οὐκ ἔστι σιγᾶν αἰσχρόν, ἀλλ' εἰκῆ λαλεῖν → Silere non est turpe, sed frustra loqui → nicht Schweigen schändet, sondern Schwätzen auf gut Glück

Menander, Monostichoi, 417

Greek Monolingual

ἠπίαλος, ό (Α)
1. υψηλός πυρετός με ρίγη, με κρυάδες
2. το ρίγος πριν από την εκδήλωση του πυρετού
3. ο ηπιάλης, ο εφιάλτης
4. φρ. «αηδόνων ηπίαλος» — ποιητής που με τις κρυάδες του προξενεί ρίγη στα αηδόνια (Φρύνιχος).
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < ήπιος + -αλος (πρβλ. ομ-αλός, αιγι-αλός), οπότε η λ. χρησιμοποιείται κατ' ευφημισμόν με σημασία «γλυκός, ήπιος πυρετός». Η λ. συσχετίστηκε παρετυμολογικά με το εφιάλτης. Επίσης δημιουργήθηκε σημασιολογική σύγχυση με το ηπίολος «πεταλούδα του λυχναριού», λόγω της λαϊκής αντιλήψεως, σύμφωνα με την οποία η πεταλούδα ήταν το ζώο που φέρνει και συμβολίζει τον πυρετό. Η σύγχυση αυτή επιβεβαιώνεται από τη γλώσσα του Ησυχίου: ηπιόλιον
ριγοπυρέτιον. Ο τ. ηπίολος, τέλος, αποτελεί πιθ. παραλλαγή του τ. ηπιόλης, που ερμηνεύεται αναλογικά προς τα σε -ολης (πρβλ. μαιν-όλης).
ΠΑΡ. αρχ. ηπιαλώ, ηπιαλώδης).