ἰσχάδιον
From LSJ
English (LSJ)
[ᾰ], τό, Dim. of ἰσχάς, Ar.Pl.798.
German (Pape)
[Seite 1272] τό, dim. von ἰσχάς, Ar. Plut. 798.
Greek (Liddell-Scott)
ἰσχάδιον: ᾰ, τό, ὑποκορ. τοῦ ἰσχάς, Ἀριστοφ. Πλ. 798.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
petite figue sèche, fruit.
Étymologie: dim. de ἰσχάς¹.
Par. ὄλυνθος, σῦκον, φήληξ, φιβάλεως.
Greek Monolingual
ἰσχάδιον, τὸ (Α)
μικρή ισχάς(Ι).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσχάς, -άδος + υποκορ. κατάλ. -ιον (πρβλ. θηκ-ίον, παιδ-ίον)].