διεμβάλλω

From LSJ
Revision as of 06:37, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (9)

ἢν μή τις ὥσπερ σφηκιὰν βλίττῃ με κἀρεθίζῃ → may no one squeeze me and tease me like a wasp | may no one smoke me and tease me like a wasp | but if anyone annoys me and rifles my nest, they'll find a wasp inside | still if you wake a wasps' nest then of wasps you must beware

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διεμβάλλω Medium diacritics: διεμβάλλω Low diacritics: διεμβάλλω Capitals: ΔΙΕΜΒΑΛΛΩ
Transliteration A: diembállō Transliteration B: diemballō Transliteration C: diemvallo Beta Code: diemba/llw

English (LSJ)

   A put in through, LXX Nu.4.6, al., Gal.2.574, Aët.15.12.

German (Pape)

[Seite 619] durch- u. hineinwerfen, LXX., Galen. διεμμένω, stets darin, dabei bleiben, Galen.

Greek (Liddell-Scott)

διεμβάλλω: ἐμβάλλω διὰ μέσου, Ἑβδ. (Ἀριθμ. 4. 6, κ. ἀλλ.), Γαλην. 4. 142, 144, Ἀθήν. 107.

Spanish (DGE)

1 colocar de través, poner en posición atravesada τοὺς μοχλούς LXX Ex.40.18, τοὺς ἀναφορεῖς LXX Nu.4.6.
2 medic. introducir ἔλλασμα χαλκοῦν Gal.2.574, c. διά y gen. λημνίσκους δ. ἐπὶ τούτων (τῶν τόπων) διὰ τῶν διαιρέσεων Aët.15.12, διὰ τοῦ ζώσματος ... τὰς ἀρχάς Sor.Fasc.169.2, en v. pas. διπύρηνα διεμβαλλόμενα διὰ τῶν σπερματικῶν ἀγγείων Gal.4.595.

Greek Monolingual

διεμβάλλω (Α) εμβάλλω
βάζω κάτι μέσα σε κάτι άλλο.