θλάσπις

From LSJ
Revision as of 06:38, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (17)

οἵ γε καὶ ἐν τῷ παρόντι ἀντιπάλως μᾶλλον ἢ ὑποδεεστέρως τῷ ναυτικῷ ἀνθώρμουν → whose navy, even as it was, faced the Athenian more as an equal than as an inferior

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θλάσπις Medium diacritics: θλάσπις Low diacritics: θλάσπις Capitals: ΘΛΑΣΠΙΣ
Transliteration A: thláspis Transliteration B: thlaspis Transliteration C: thlaspis Beta Code: qla/spis

English (LSJ)

εως, Ion. ιος, ἡ, (θλάω)

   A shepherd's purse, Capsella bursapastoris, Hp.Mul.1.78, al.:—also θλάσπι, τό, Dsc.2.156, Plin.HN 27.140:—Dim. θλασπίδιον, τό, Ps.-Dsc.2.156.

German (Pape)

[Seite 1212] εως, ion. ιος, ἡ, auch θλάσπι, τό, Diosc., ein Kraut, eine Art Kresse, deren Same gequetscht (also von θλάω) u. wie Senf gebraucht wurde, Hippocr. u. sp. Medic.

Greek (Liddell-Scott)

θλάσπις: -εως, Ἰων. ιος, ἡ, (θλάω) εἶδος βοτάνης, ἧς ὁ καρπὸς ἐτρίβετο καὶ ἐχρησίμευεν ὡς τὸ σίναπι, Ἰππ. 628 ἐν τέλ., 529, κτλ.· ― θλάσπι, τό, Διοσκ. 2. 186.

Greek Monolingual

θλάσπις, -ιδος ἡ (Α)
είδος βοτάνου που ο καρπός του χρησίμευε στην ιατρική, καψάκι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η σύνδεση της λ. με το θλω από τον Διοσκουρίδη είναι μάλλον παρετυμολογική].