θλάσπις
οἵ γε καὶ ἐν τῷ παρόντι ἀντιπάλως μᾶλλον ἢ ὑποδεεστέρως τῷ ναυτικῷ ἀνθώρμουν → whose navy, even as it was, faced the Athenian more as an equal than as an inferior
English (LSJ)
εως, Ion. ιος, ἡ, (θλάω)
A shepherd's purse, Capsella bursapastoris, Hp.Mul.1.78, al.:—also θλάσπι, τό, Dsc.2.156, Plin.HN 27.140:—Dim. θλασπίδιον, τό, Ps.-Dsc.2.156.
German (Pape)
[Seite 1212] εως, ion. ιος, ἡ, auch θλάσπι, τό, Diosc., ein Kraut, eine Art Kresse, deren Same gequetscht (also von θλάω) u. wie Senf gebraucht wurde, Hippocr. u. sp. Medic.
Greek (Liddell-Scott)
θλάσπις: -εως, Ἰων. ιος, ἡ, (θλάω) εἶδος βοτάνης, ἧς ὁ καρπὸς ἐτρίβετο καὶ ἐχρησίμευεν ὡς τὸ σίναπι, Ἰππ. 628 ἐν τέλ., 529, κτλ.· ― θλάσπι, τό, Διοσκ. 2. 186.
Greek Monolingual
θλάσπις, -ιδος ἡ (Α)
είδος βοτάνου που ο καρπός του χρησίμευε στην ιατρική, καψάκι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η σύνδεση της λ. με το θλω από τον Διοσκουρίδη είναι μάλλον παρετυμολογική].